διατιμῶμαι

διατιμῶμαι
διατιμάω
finish honouring
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
διατιμάω
finish honouring
pres ind mp 1st sg
διατιμάω
finish honouring
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
διατῑμῶμαι , διατιμάω
finish honouring
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
διατῑμῶμαι , διατιμάω
finish honouring
pres ind mp 1st sg
διατῑμῶμαι , διατιμάω
finish honouring
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διατιμώμαι — διατιμώμαι, διατιμήθηκα, διατιμημένος βλ. πίν. 61 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διατιμώ — (AM διατιμῶ, άω) [τιμώ] ορίζω την τιμή ενός εμπορεύματος νεοελλ. 1. επιβάλλω διατίμηση 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) διατιμημένος, η, ο α) εκείνος τού οποίου έχει αποτιμηθεί η αξία β) (για εμπορεύματα) αυτός στον οποίο έχει επιβληθεί διατίμηση αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”